15/02/2018
ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΙΟΥ ΔΙΟΣ
ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΙΟΥ ΔΙΟΣ
Το Άγαλμα του Ολυμπίου Διός ήταν μία κολοσσιαία, καθήμενη μορφή του θεού Διός, περίπου 42 πόδια (13 μέτρα) ύψος, σμιλευμένη από τον Αθηναίο γλύπτη Φειδία περί το 435 π.Χ. και τοποθετημένη μέσα στον ναό του Διός, στο Ιερόν της Ολυμπίας. Ήταν ένα από τα πιο μεγαλοπρεπή μνημεία που κατασκευάστηκαν στην αρχαιότητα, ενώ το κολοσσιαίο άγαλμα, συμπεριλαμβανόταν στα Επτά Θαύματα του κόσμου, μέχρι την τελική απώλεια και καταστροφή του κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ.
Φιλοτεχνήθηκε από τον διάσημο γλύπτη της εποχής, Φειδία γύρω στο 430 π.Χ. και τοποθετήθηκε ως λατρευτικό άγαλμα στον Ναό του Διός στην Ολυμπία στην αρχαία Ηλεία, δυτικά της Πελοποννήσου, κοντά στις όχθες του ποταμού Αλφειού. Ο λόφος πάνω από την Άλτιν ήταν τόπος λατρείας του Κρόνου, πατέρα του Διός, εξ ου και το όνομα αυτού Κρόνιος. Η τοποθεσία είναι ιστορική, αφού από την αρχαιότητα εδώ διαδραματίστηκαν πολλές μάχες, και από το 1000 π.Χ. δέσποζε εκεί το Ἡραῖον, ένας από τους αρχαιότερους ναούς της Ελλάδος και αφιερωμένος στην Ήρα. Κοντά στον αρχαίο αυτό ναό ήταν και το στάδιο των Ολυμπιακών αγώνων.
Το 470 π.Χ. χτίστηκε εδώ ο μέγας ναός του Διός, από τον Ηλείο αρχιτέκτονα Λίβωνα, ο οποίος αποτέλεσε αργότερα πρότυπο για αρκετούς δωρικούς ναούς λόγω της γεωμετρικής αυστηρότητάς του. Οι Ηλείοι, λοιπόν, έχοντας ακούσει, προφανώς, για την περίφημη Αθηνά Παρθένο, το πελώριο χρυσελεφάντινο άγαλμα που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Φειδίας για τον Παρθενώνα στην αθηναϊκή Ακρόπολη, επιθύμησαν και αυτοί ένα παρόμοιο καλλιτεχνικό μεγαλούργημα. Έτσι, όταν ο γλύπτης έφυγε από την Αθήνα για πολιτικούς λόγους που σχετίζονταν με το άγαλμα της Αθηνάς και κατέληξε στην Ολυμπία, εκλήθη από τους εντοπίους για την κατασκευή ενός μεγαλοπρεπούς έργου τέχνης που θα προσέδιδε περισσότερη λάμψη στον χώρο. Αυτό, όχι μόνον θα εντυπωσίαζε τους κατοίκους της Ηλείας και θα έδειχνε το μεγαλείο του θεού, αλλά θα μπορούσε να μετατραπεί σε ισχυρό πόλο έλξης ανθρώπων από όλη την Ελλάδα και την Μεσόγειο, καθώς και ένδειξη ισχύος. Πράγματι, μετά την κατασκευή του, το λατρευτικό άγαλμα στον σηκό του ναού αυτού έγινε τόσο εξακουστό στην εποχή του, που πλήθος πολεμιστών και λοιπών ανθρώπων το επισκέπτονταν για να το δουν. Επί αιώνες ήταν ένα από τα θεάματα που ο κάθε θνητός όφειλε να δει πριν πεθάνει.
Ο ίδιος ο γλύπτης του έργου φέρεται να εξήρε ομοίως την αξία του επιτεύγματός του. Λέγεται ότι όταν ήδη τελειώθηκε το άγαλμα, ο Φειδίας προσευχήθηκε στον θεό του να τού δώσει ένα σημάδι, αν το δικό του έργο ήταν σύμφωνο προς την γνώμη του. Και αμέσως έπεσε ένας κεραυνός σε κάποιο σημείο του εδάφους, στο οποίο ως τις ημέρες του Παυσανία είχαν τοποθετήσει χάλκινη υδρία.
Το πάτωμα του ναού έμπροσθεν του αγάλματος, ήταν ολίγο βαθύτερο και γεμάτο με ελαιόλαδο, αντανακλώντας τα χρυσά τμήματα του Διός. Το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός, επισκευάστηκε από τον γλύπτη Δαμοφώντα τον Μεσσήνιο κατά το α΄ μισό του 2ου αιώνος π.Χ., επειδή παρουσίασε ρωγμές. Λέγεται μάλιστα, ότι το έκανε με περισσή δεξιοτεχνία. Υπήρχαν μάλιστα και ειδικοί επισκευαστές του αγάλματος, οι λεγόμενοι «φαιδρυνταὶ» ή «στιλβωταὶ τοῦ Φειδίου», που κατοικούσαν στην Ολυμπία. Εκείνη την εποχή επικρατούσαν κλασικιστικές τάσεις στην ελληνιστική γλυπτική. Κατά τον ύστερο 4ο αιώνα π.Χ. ο βασιλεύς της Συρίας Αντίοχος Α' Σωτήρ έστειλε ως ανάθημα στην Ολυμπία ένα μάλλινο παραπέτασμα, κοσμημένα με υφαντά ασσυριακά και βαμμένο με πορφύρα από την Φοινίκη. Πρόκειται, πιθανώς, για αυτό που τοποθετήθηκε όπισθεν του αγάλματος του Διός, δίδοντας, έτσι, στο έργο μία άλλη διάσταση που συνδύαζε την επιβλητική ανατολική καλλιτεχνική παράδοση με την τελειότητα ενός μεγαλοπρεπούς δυτικού τεχνουργήματος. Μετέπειτα, στην εποχή του Ιουλίου Καίσαρος, ένας κεραυνός χτύπησε την περιοχή του ναού και το άγαλμα, χωρίς όμως να του προκαλέσει εκτεταμένη ζημία.
Πηγή : wikipedia
Φιλοτεχνήθηκε από τον διάσημο γλύπτη της εποχής, Φειδία γύρω στο 430 π.Χ. και τοποθετήθηκε ως λατρευτικό άγαλμα στον Ναό του Διός στην Ολυμπία στην αρχαία Ηλεία, δυτικά της Πελοποννήσου, κοντά στις όχθες του ποταμού Αλφειού. Ο λόφος πάνω από την Άλτιν ήταν τόπος λατρείας του Κρόνου, πατέρα του Διός, εξ ου και το όνομα αυτού Κρόνιος. Η τοποθεσία είναι ιστορική, αφού από την αρχαιότητα εδώ διαδραματίστηκαν πολλές μάχες, και από το 1000 π.Χ. δέσποζε εκεί το Ἡραῖον, ένας από τους αρχαιότερους ναούς της Ελλάδος και αφιερωμένος στην Ήρα. Κοντά στον αρχαίο αυτό ναό ήταν και το στάδιο των Ολυμπιακών αγώνων.
Το 470 π.Χ. χτίστηκε εδώ ο μέγας ναός του Διός, από τον Ηλείο αρχιτέκτονα Λίβωνα, ο οποίος αποτέλεσε αργότερα πρότυπο για αρκετούς δωρικούς ναούς λόγω της γεωμετρικής αυστηρότητάς του. Οι Ηλείοι, λοιπόν, έχοντας ακούσει, προφανώς, για την περίφημη Αθηνά Παρθένο, το πελώριο χρυσελεφάντινο άγαλμα που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Φειδίας για τον Παρθενώνα στην αθηναϊκή Ακρόπολη, επιθύμησαν και αυτοί ένα παρόμοιο καλλιτεχνικό μεγαλούργημα. Έτσι, όταν ο γλύπτης έφυγε από την Αθήνα για πολιτικούς λόγους που σχετίζονταν με το άγαλμα της Αθηνάς και κατέληξε στην Ολυμπία, εκλήθη από τους εντοπίους για την κατασκευή ενός μεγαλοπρεπούς έργου τέχνης που θα προσέδιδε περισσότερη λάμψη στον χώρο. Αυτό, όχι μόνον θα εντυπωσίαζε τους κατοίκους της Ηλείας και θα έδειχνε το μεγαλείο του θεού, αλλά θα μπορούσε να μετατραπεί σε ισχυρό πόλο έλξης ανθρώπων από όλη την Ελλάδα και την Μεσόγειο, καθώς και ένδειξη ισχύος. Πράγματι, μετά την κατασκευή του, το λατρευτικό άγαλμα στον σηκό του ναού αυτού έγινε τόσο εξακουστό στην εποχή του, που πλήθος πολεμιστών και λοιπών ανθρώπων το επισκέπτονταν για να το δουν. Επί αιώνες ήταν ένα από τα θεάματα που ο κάθε θνητός όφειλε να δει πριν πεθάνει.
Ο ίδιος ο γλύπτης του έργου φέρεται να εξήρε ομοίως την αξία του επιτεύγματός του. Λέγεται ότι όταν ήδη τελειώθηκε το άγαλμα, ο Φειδίας προσευχήθηκε στον θεό του να τού δώσει ένα σημάδι, αν το δικό του έργο ήταν σύμφωνο προς την γνώμη του. Και αμέσως έπεσε ένας κεραυνός σε κάποιο σημείο του εδάφους, στο οποίο ως τις ημέρες του Παυσανία είχαν τοποθετήσει χάλκινη υδρία.
Το πάτωμα του ναού έμπροσθεν του αγάλματος, ήταν ολίγο βαθύτερο και γεμάτο με ελαιόλαδο, αντανακλώντας τα χρυσά τμήματα του Διός. Το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός, επισκευάστηκε από τον γλύπτη Δαμοφώντα τον Μεσσήνιο κατά το α΄ μισό του 2ου αιώνος π.Χ., επειδή παρουσίασε ρωγμές. Λέγεται μάλιστα, ότι το έκανε με περισσή δεξιοτεχνία. Υπήρχαν μάλιστα και ειδικοί επισκευαστές του αγάλματος, οι λεγόμενοι «φαιδρυνταὶ» ή «στιλβωταὶ τοῦ Φειδίου», που κατοικούσαν στην Ολυμπία. Εκείνη την εποχή επικρατούσαν κλασικιστικές τάσεις στην ελληνιστική γλυπτική. Κατά τον ύστερο 4ο αιώνα π.Χ. ο βασιλεύς της Συρίας Αντίοχος Α' Σωτήρ έστειλε ως ανάθημα στην Ολυμπία ένα μάλλινο παραπέτασμα, κοσμημένα με υφαντά ασσυριακά και βαμμένο με πορφύρα από την Φοινίκη. Πρόκειται, πιθανώς, για αυτό που τοποθετήθηκε όπισθεν του αγάλματος του Διός, δίδοντας, έτσι, στο έργο μία άλλη διάσταση που συνδύαζε την επιβλητική ανατολική καλλιτεχνική παράδοση με την τελειότητα ενός μεγαλοπρεπούς δυτικού τεχνουργήματος. Μετέπειτα, στην εποχή του Ιουλίου Καίσαρος, ένας κεραυνός χτύπησε την περιοχή του ναού και το άγαλμα, χωρίς όμως να του προκαλέσει εκτεταμένη ζημία.
Πηγή : wikipedia
Παύλος Β.